Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδυλισμός — ἡδυλισμός, ὁ (AM) [ἡδυλίζω] 1. το να λέει κανείς γλυκόλογα, η θωπεία, η κολακεία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλισμός συνουσία» … Dictionary of Greek
ἡδυλισμόν — ἡδυλισμός flattering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)